«Φρόνιμα καὶ ταχτικὰ πάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾷ». Ὁ ἕνας Λίγη δροσιά, οὐρανέ μου, καὶ χάηδεμα τ᾿ ἀνέμου, κελάηδημα πουλιοῦ, ξανάνιωμ᾿ Ἀπριλιοῦ! Ἀνάσ᾿, ἀνάσα λίγη! Χρόνια ἡ θελιὰ μᾶς πνίγει. Λίγη χαρὰ σ᾿ ἀφτὰ τὰ σκοτεινὰ γραφτά! Σοῦ πήρανε, λαέ μου, τὸ δίκιο τοῦ πολέμου πατριδοκαταλύτες, ξένοι καὶ ντόπιο ἀλῆτες! Ὁ ἄλλος Ἂν θέλεις νὰ χαρεῖς τὴ λεφτεριά, νωρὶς γίνε προδότης, γίνε! Τιμή, ντροπὴ δὲν εἶναι. Θά ῾ναι μαζί σου οἱ νόμοι κι ἡ πλερωμένη γνώμη! Πέτα τὴν ἀνθρωπιά σου κι ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη πιάσου! Κι ἅμα σὲ φτύνει ἀφτός, νὰ κάθεσαι σκυφτὸς καὶ θά ῾χεις τὰ πρωτεῖα στὴ σάπια πολιτεία. Ὁ λαός Ἔξω τοῦ ἀφέντη ἁρμάδα φυλάει, μὲ μπούκα ὀρθή, τὸ λείψανό σου, Ἑλλάδα, μὴν ξάφνου ἀναστηθεῖ!