Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Μάιος, 2013

Στις πράξεις μετριέται ο Άνθρωπος.

Τα λόγια... μπαλόνι που ξεφούσκωσε Στις πράξεις μετριέται ο Άνθρωπος.

Η Ιδιοφυΐα του Πλήθους (Charles Bukowski)

Υπάρχει αρκετή προδοσία, μίσος, βία, παραλογισμός στο μέσο άνθρωπο για να προμηθεύσει οποιοδήποτε στρατό, οποιαδήποτε μέρα και οι καλύτεροι στο φόνο είναι αυτοί που κηρύττουν εναντίον του και οι καλύτεροι στο μίσος είναι αυτοί που κηρύττουν αγάπη και οι καλύτεροι στον πόλεμο είναι τελικά αυτοί που κηρύττουν ειρήνη εκείνοι που κηρύττουν θεό, χρειάζονται θεό εκείνοι που κηρύττουν ειρήνη δεν έχουν ειρήνη εκείνοι που κηρύττουν αγάπη δεν έχουν αγάπη προσοχή στους κήρυκες προσοχή στους γνώστες προσοχή σε αυτούς που όλο διαβάζουν βιβλία προσοχή σε αυτούς που είτε απεχθάνονται τη φτώχεια είτε είναι περήφανοι γι' αυτήν προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να επαινέσουν γιατί θέλουν επαίνους για αντάλλαγμα προσοχή σε αυτούς που βιάζονται να κρίνουν φοβούνται αυτά που δεν ξέρουν προσοχή σε αυτούς που ψάχνουν συνεχώς πλήθη γιατί δεν είναι τίποτα μόνοι τους προσοχή στο μέσο άνδρα και τη μέση γυναίκα η αγάπη τους είναι μέτρια ψάχνει το μέτριο α

Πως μπορείς να μιλάς για αγάπη;

Όταν διαχωρίζεις ανθρώπους πως μπορείς να μιλάς για αγάπη;

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)

Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα) (Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ- γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της): I Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω; Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου, Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου, τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα; Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι; Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο. Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει. Δὲ μοῦ μιλεῖς