Tι γιορτάζεις σήμερα μαμά;… Η κυρία Πιπίτσα είχε σηκωθεί από το χάραμα για να προλάβει να μαγειρέψει πριν πάει στη δουλειά. Η κατσαρόλα έβραζε απ’ το κακό της που την είχαν ρίξει στο μεροκάματο πρωί-πρωί κι η κουζίνα ήτανε γεμάτη αχνούς. Η Σπυριδούλα έψαξε να βρει τη μαμά της μέσα στην ομίχλη που μύριζε λάχανο, αλλά η κυρία Πιπίτσα είχε γίνει άφαντη. Μόνο δύο μπόγους ρούχων έβλεπε η Σπυριδούλα στην κουζίνα, έναν με άπλυτα κι έναν με ασιδέρωτα. Πίσω απ’ αυτούς τους μπόγους, ξεμύτισε τελικά η κυρία Πιπίτσα, που είχε σκύψει για ν’ ανοίξει το πλυντήριο και για να ξεθάψει τη σιδερώστρα. «Τι γιορτάζεις σήμερα μαμά;…» Της κυρίας Πιπίτσας της ήρθε μια σκοτοδίνη από το σκύψιμο. «Μα δε γιορτάζω σήμερα!… Η γιορτή μου ήτανε το Δεκέμβριο. Την ίδια μέρα με τη δική σου… τι έπαθες παιδάκι μου;» Η Σπυριδούλα δεν είχε πάθει τίποτα. Ο κύριος Πίπης, η κυρία Πιπίτσα, ο γιος τους ο Σπυράκος κι η κόρη τους η Σπυριδούλα γιόρταζαν μαζί, αλλά ο καθένας το θυμότανε με τον τρόπο του. «Τέτοια μ