Πέρασε αγέρωχος,όπως κάθε βράδυ.
Το καπέλο του ,ψάθινο,
ώριμο στάχυ,γερμένο στη πλάτη του,
το συγκρατούσαν δυο κίτρινα κορδόνια
πλεγμένα περίτεχνα.
Στον ώμο του κρεμασμένη η κιθάρα του,
σαν όπλο φαντάρου σε πορεία.
Έστριψε στη γωνία του δρόμου μπαίνοντας
στο μικρό σοκάκι...
κισσοί και αναρρυχώμενες τριανταφυλλιές
είχαν ντύσει τους τοίχους.
Το ήξερε καλά το σοκάκι .Μέρες τώρα το
επισκεπτόταν. Στο τέλος του
βρισκόταν το όνειρο του.Το όνειρο που το είχε
συναντήσει μια μέρα του Ιούνη περνώτας τυχαία
από εκεί.
Το όνειρο με τα ξανθά μαλλιά ,το λευκό δέρμα
και τα μάτια...θάλασσα.Άγγελος της καρδιάς του.
Το όνειρο που και ο ήλιος θα ζήλευε
τη λάμψη από το χαμόγελο της.
Εκεί...στην άκρη του δρόμου ήταν το στέκι του
κάτω από το μυρωμένο μπαλκόνι της αγαπημένης του.
Εκεί...ξεκρέμαγε την κιθάρα από τον ώμο του,
άγγιζε της χορδές της και χανόταν
σε κόσμους μακρινούς και ονειρεμένους
σαν Δον Κιχώτης που βρήκε τη Δουλτσινέα του
ύστερα από πολλά χρόνια περιπλάνησης
στα μονοπάτια της μοναξιάς.
Εκείνη νυχτολούλουδο ανθισμένο στο μπαλκόνι
να ταξιδεύει μαζί του μαγεμένη από τους τόπους
που ζωγράφιζε το τραγούδι του.
Κάθε βράδυ το δρομάκι γέμισε με άρωμα αγάπης.
Κάθε βράδυ...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου